Το κριθαράκι ή μανέστρα είναι ζυμαρικό της ελληνικής και ιταλικής κουζίνας με ωοειδές σχήμα - πεπλατυσμένο στο κέντρο και μυτερότερο στα άκρα - και μέγεθος κόκκου ρυζιού ή σιταριού ή και μεγαλύτερο. Τόσο στα ελληνικά όσο και στα ιταλικά η ονομασία του προέρχεται από το δημητριακό κριθάρι. Φτιάχνεται από σιμιγδάλι, αλεύρι, αυγά, πρόβειο γάλα και αλάτι. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην ελληνική κουζίνα. Τρώγεται ζεστό, συνήθως σε κοκκινιστά ή χρησιμοποιείται σε σούπες. Στην ελληνική κουζίνα, συνήθως προστίθεται σε φαγητά της κατσαρόλας στο τέλος, για να βράσει απορροφώντας τους ζωμούς του κρέατος και να χυλώσει. Παραδοσιακά, κυρίως χρησιμοποιείται στο γιουβέτσι, φαγητό δημοφιλές και στην κυπριακή και αιγυπτιακή κουζίνα. Χρησιμοποιείται επίσης σε σαλάτες, για τις οποίες βράζει, ύστερα ανακατεύεται με λίγο βούτυρο ή ελαιόλαδο (προαιρετικά ώστε να μην κολλάει) και εν συνεχεία, αφού κρυώσει, συνδυάζεται με διάφορα βρασμένα ή ψημένα λαχανικά ( αγκινάρες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, μάραθο κ.α.) ενώ συχνά προστίθενται και ελιές.
Συχνά σερβίρεται με τριμμένα, συνήθως αλμυρά, τυριά, όπως φέτα, κεφαλοτύρι ή παρμεζάνα.
Η γκάμα σχημάτων στα ζυμαρικά ολικής άλεσης έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, πράγμα που αντανακλά την αυξημένη ζήτηση. Στο πλαίσιο μιας διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες συμβάλλουν κι αυτά στη σωστή λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Έχουν κάπως “ιδιαίτερη” γεύση και συνήθως θέλουν περισσότερο χρόνο βράσιμο. Τα ζυμαρικά Ολικής Αλέσεως, παρασκευάζονται από ολόκληρο τον καρπό του σιταριού και είναι πλούσια σε υδατάνθρακες και φυτικές ίνες. Προσφέρουν στον οργανισμό ενέργεια και αποτελούν επιλογή υγιεινής διατροφής, ειδικά εάν συνδυαστούν με μια ελαφριά κόκκινη σάλτσα τομάτας. Υπολογίζεται ότι μια μερίδα ζυμαρικών ολικής αλέσεως παρέχει στον οργανισμό το 27% των φυτικών ινών που χρειάζεται κάθε μέρα. Τα ζυμαρικά αυτά καταναλώνονται συνήθως απο διαβητικούς.